παραυλίζουσα

παραυλίζουσα
παραυλίζω
lie near
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
παραυλίζουσα , παραυλίζω
lie near
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυχώδη — μυχώδης, ῶδες (Α) [μυχός] γεμάτος από μυχούς, από σπηλιές, από χάσματα, από κοιλώματα («παραυλίζουσα πέτρα μυχώδεσι Μακραῑς», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • παραυλίζω — Α [πάραυλος (Ι)] 1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.) 2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον 3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”